Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρόνωσις — θρόνωσις, ἡ (Α) [θρονούμαι] ο ενθρονισμός αυτών που είχαν μυηθεί στα μυστήρια τών Κορυβάντων … Dictionary of Greek
θρόνωσιν — θρόνωσις enthronement of the newly initiated fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)